στιγμή

στιγμή
στιγ-μή, ,
A spot on a bird's plumage, Alex.Mynd. ap.Ath.9.398d (pl.); brand-mark, D.S.34/5.2.1 (pl.).
2 mathematical point, Arist.Top.108b26, EN1174b12, de An.427a10, al., Apollod.Stoic.3.259; ὅσον σ. αἱματίνη 'a speck of blood', Arist.HA 561a11.
3 metaph. of anything very small, jot, tittle,

εἴ γ' εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων D.21.115

, cf. Men.1067
; of time, Simon. 196, LXX Is.29.5; ἐν σ. χρόνου in a moment, Ev.Luc.4.5;

σ. χρόνου ὁ βίος Plu.2.13a

, cf. AP7.472 (Leon.); ἐν ς. without χρόνου, Vett.Val.131.4; στιγμῇ καιρο,= puncto temporis, Gloss.
II Gramm., ς. or τελεία ς. full stop, period, μέση ς. colon, D.T.630.6, cf. ὑποστιγμή: Nicanor made 8 στιγμαί, Sch.ibId.p.24 H., cf. Suid. s.v. Νικάνωρ; σ. πᾶσα σημεῖον αὐτοτελείας A.D.Adv.182.17, cf. Pron.53.16, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στιγμῇ — στιγμή spot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμή — spot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… …   Dictionary of Greek

  • στιγμή — η 1. ελάχιστη χρονική διάρκεια: Έφτασε στη στιγμή. – Σε μια στιγμή το σπίτι έπεσε. 2. κατάλληλος χρόνος, ευκαιρία: Ήρθε η στιγμή να πάρεις εκδίκηση. 3. σημείο στίξης: Στο τέλος ενός κώλου περιόδου βάζουμε άνω στιγμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στίγμη αἱματίνη ἐν τῷ λευκῷ ἡ καρδία: τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον πηδᾷ καὶ κινεῖται, ὥσπερ ἔμψυχον. — См. Животрепещущий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • στιγμαῖς — στιγμή spot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμαί — στιγμή spot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμῆς — στιγμή spot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμήν — στιγμή spot fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμῶν — στιγμή spot fem gen pl στιγμός pricking masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”